χαλικόστρωση

χαλικόστρωση
[-ις (-εως)] η покрытие щебнем, гравием

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χαλικόστρωση" в других словарях:

  • χαλικόστρωση — η η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλικοστρώνω, επίστρωση δαπέδου ή εδάφους με χαλίκια: Έγινε η χαλικόστρωση του δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλικόστρωση — η, Ν επίστρωση επιφάνειας με χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλικοστρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. χαλικόστρωσις, μαρτυρείται από το 1894 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»