- χαλικόστρωση
- [-ις (-εως)] η покрытие щебнем, гравием
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλικόστρωση — η η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλικοστρώνω, επίστρωση δαπέδου ή εδάφους με χαλίκια: Έγινε η χαλικόστρωση του δρόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλικόστρωση — η, Ν επίστρωση επιφάνειας με χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλικοστρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. χαλικόστρωσις, μαρτυρείται από το 1894 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek